υψίβατος

υψίβατος
-ον, Α
1. αυτός που βρίσκεται ψηλά («Ἀχαιών ὑψίβατοι πόλιες», Πίνδ.)
2. (για τρίποδα) αυτός που έχει ψηλή βάση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + βατός (βαίνω), πρβλ. εὔ-βατος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὑψίβατον — ὑψίβατος set on high masc/fem acc sg ὑψίβατος set on high neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψίβατοι — ὑψίβατος set on high masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υψιβάμων — ον, Μ ὑψίβατος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + βάμων (< βαίνω), πρβλ. αἰθερο βάμων] …   Dictionary of Greek

  • υψιβάτης — ο / ὑψιβάτης, ΝΜ [ὑψιβαίνω] νεοελλ. ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους ερπετών μσν. ὑψίβατος* …   Dictionary of Greek

  • ύψι — Α επίρρ. (επικ. τ.) σε ύψος, ψηλά («Ζεὺς ἥμενος ὕψι κέλευεν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ὕψι ανάγεται στο θ. ὑπ (IE *up) τών ὑπό*, ὑπέρ, ὕπ ατος*, και εμφανίζει δυσερμήνευτο συριστικό s (πρβλ. ἀπό: ἄψ, ὀψέ και τα λατ. sub: sustines) και επίθημα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”